- θαμνώδεις
- θαμνώδηςmasc/fem acc plθαμνώδηςmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
βίγκα — (vinga). Φυτό γνωστό επιστημονικά ως β. η ελάχιστη και σε πολλά μέρη της Ελλάδας ως αγριολίδα. Ανήκει στην οικογένεια των αποκυνιδών. Η β. είναι πολυετής, αειθαλής πόα που έρπει με ανθοφόρους βλαστούς όρθιους, φύλλα ωοειδή, γυαλιστερά, ακέραια,… … Dictionary of Greek
καλλούνα — Φρυγανώδης θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. η κοινή. Είναι αειθαλές, πολύκλαδο, μικρών διαστάσεων φυτό – το ύψος της φτάνει έως 40 50 εκ. Έχει πολυάριθμα, πολύ μικρά φύλλα, γραμμοειδή… … Dictionary of Greek
άκανθος — Γένος φυτών της οικογένειας των ακανθιδών. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη, σκληρά, ύψους 0,60 1,50 μ., με μεγάλα φύλλα βάσης, που είναι λοβώδη, πτεροειδή και οδοντωτά. Από το κέντρο του ρόδακα των φύλλων υψώνεται στέλεχος, που φέρει στάχυ το οποίο… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
κοκκορεβιθιά — και κοκορετσιά ή τσικουδιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Pistacia terebinthus, θάμνου ή μικρού δέντρου που απαντά στις θερμότερες θαμνώδεις περιοχές τής Ελλάδας … Dictionary of Greek
πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… … Dictionary of Greek